- χαλκείο
- Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων.
* * *το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς]εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία(στην αρχ. Αθήνα) εορτή στα τέλη τού μήνα Πυανεψιώνος προς τιμήν τής Αθηνάς Εργάνης και, αργότερα, τού Ηφαίστου ως προστάτη τών χαλκουργώννεοελλ.φρ. «χαλκείο ψευδών ειδήσεων»μτφ. χώρος όπου επινοούνται και από όπου διασπείρονται ψευδείς ειδήσειςαρχ.1. χάλκινο σκεύος2. το κοίλο ανακλαστικό κάτοπτρο τού λύχνου3. κάθε κατασκευή από χαλκό4. μουσ. ιδιόφωνο αδιευκρίνιστης μορφής, πιθανώς ένας μεταλλικός κρουστός δίσκος, τον οποίο συνήθιζαν να κρούουν κατά τις εκλείψεις τού φεγγαριού.
Dictionary of Greek. 2013.